ψυχοφυσιολογικός

ψυχοφυσιολογικός
-ή, -ό
επίρρ. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην ψυχοφυσιολογία.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • ψυχοφυσιολογικός — ή, ό, Ν αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην ψυχοφυσιολογία. [ΕΤΥΜΟΛ. < ψυχοφυσιολογία. Η λ. μαρτυρείται από το 1891 στην εφημερίδα Άστυ] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”